αλυταρχικός

αλυταρχικός
ἀλυταρχικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλυτάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυτάρχης + παραγ. κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλυτάρχης — ο (AM ἀλυτάρχης) (Μ και ἀλύταρχος) 1. ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, επόπτης τής τάξεως σε δημόσιους αγώνες (κατά το αξίωμα ήταν αμέσως μετά τους ελλανοδίκες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύτας, ἀλύτης «ραβδοφόρος, υπεύθυνος για την τήρηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”